- λεπαστή
- λεπαστήlimpet-shaped drinking-cupfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπαστῇ — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπάστῃ — λεπάστη limpet shaped drinking cup fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπαστή — Αγγείο μεγάλων διαστάσεων (είδος κύλικα), το οποίο χρησίμευε ως ποτήρι στα συμπόσια των αρχαίων Ελλήνων. Η λ., η οποία έχει μονόκογχο σχήμα, οφείλει την ονομασία της στο οστρακοειδές λεπάς, το οποίο διαθέτει μονόκογχο όστρακο. * * * λεπαστή ή… … Dictionary of Greek
λεπασταῖς — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπασταί — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπαστῆς — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπαστήν — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπαστά — λεπαστά̱ , λεπαστή limpet shaped drinking cup fem nom/voc/acc dual λεπαστά̱ , λεπαστή limpet shaped drinking cup fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπαστίς — λεπαστίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. λεπαστή … Dictionary of Greek
λεπάσται — λεπάστᾱͅ , λεπάστη limpet shaped drinking cup fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)